κουβαριάζομαι

κουβαριάζομαι
κουβαριάζομαι, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαροκουβαριάζομαι — κουβαριάζομαι, καμπουριάζω από καχεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάρα + κουβαριάζομαι (< κουβάρι)] …   Dictionary of Greek

  • κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνειλώ — έω, Α 1. συσσωρεύω, στρυμώχνω σε ένα μέρος 2. (σχετικά με πράγματα) συνάπτω, συνδέω («συνειλέουσι τὰς ῥάβδους ὀπίσω», Ηρόδ.) 3. μέσ. συνειλοῡμαι, έομαι (για σκαντζόχοιρο) κουβαριάζομαι 4. παθ. συσσωρεύομαι ή συμπιέζομαι 5. φρ. «εἰς ἔλαττον… …   Dictionary of Greek

  • σωροκουβαριάζομαι — Ν μαζεύομαι από πόνο ή θλίψη σαν σωρός που δεν μπορεί να κινηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κουβαριάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • κουβαριάζω — κουβάριασα, κουβαριάστηκα, κουβαριασμένος 1. τυλίγω νήμα σε κουβάρι. 2. κουλουριάζω, συσπειρώνω. 3. εξαπατώ κάποιον, τον τυλίγω: Τον κουβάριασε η κατεργάρα το γιατρό. 4. το μέσ., κουβαριάζομαι μαζεύομαι, κουλουριάζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”